μούτρο

μούτρο
το
(λ. ιταλ.)
1. το πρόσωπο, η όψη του ανθρώπου.
2. φρ., «Πέφτω με τα μούτρα», προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις, αφοσιώνομαι σε κάτι· «Κάνω μούτρα», εκφράζω τη δυσαρέσκειά μου, θυμώνω, κατσουφιάζω· «Ξίνισε τα μούτρα του», εκδήλωσε δυσαρέσκεια με μορφασμό· «Είναι μούτρο», είναι παλιάνθρωπος, αχρείος· «Έφαγα τα μούτρα μου», απότυχα παταγωδώς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μούτρο — το (Μ μοῡτρο και μοῡτρον) συν. στον πληθ. τα μούτρα το πρόσωπο, η όψη τού ανθρώπου, η μορφή, η φάτσα («πλύνε τα μούτρα σου») νεοελλ. 1. μτφ. α) ανήθικος άνθρωπος, κατεργάρης, φαύλος («είναι αυτός ένα μούτρο») β) δύστροπος 2. φρ. α) «με τί μούτρα… …   Dictionary of Greek

  • μουτρώνω — [μούτρο] 1. κατεβάζω τα μούτρα μου, σκυθρωπάζω, γίνομαι κατηφής από δυσαρέσκεια, κατσουφιάζω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μουτρωμένος, η, ο κατσουφιασμένος, χολωμένος εξαιτίας έκδηλης δυσαρέσκειας («μάς ήρθε μουτρωμένος») …   Dictionary of Greek

  • Ena Exypno Exypno Moutro — Ένα Έξυπνο Έξυπνο Μούτρο Directed by Andreas Andreakaki Written by Giannis Dalianidis Nikos Tsiforos Starring Vassilis Avlonitis Kostas Voutsas Nikos Rizos Nini J …   Wikipedia

  • Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation …   Wikipedia

  • Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей …   Википедия

  • αλεπόμουτρο — το 1. το πρόσωπο τής αλεπούς 2. (για πρόσωπα) πονηρός, δόλιος, πανούργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + μούτρο] …   Dictionary of Greek

  • αρκουδίσιος — α, ο 1. αυτός που προέρχεται από αρκούδα («αρκουδίσιο δέρμα») 2. εκείνος που ανήκει σε αρκούδα ή που τη θυμίζει («αρκουδίσιο μούτρο») …   Dictionary of Greek

  • κακομούτρης — ο, θηλ. κακομούτρα, ουδ. κακομούτρικο αυτός που έχει άσχημη όψη, ασχημομούρης, ασχημοπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μούτρο] …   Dictionary of Greek

  • μουσούδι — το (Μ μουσούδι[ν]) 1. ρύγχος ζώου 2. (σκωπτικά) πρόσωπο, μούτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. muso + υποκορ. κατάλ. ούδι(ν) (πρβλ. μουσ ίτσα)] …   Dictionary of Greek

  • μουτράκι — το (με θωπευτική σημ.) μικρό μούτρο, μικρό και συμπαθητικό πρόσωπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”